Σήμερα συνιστώνται συνήθως τουλάχιστον δύο μήνες αναμονής. Τι έδειξε νέα μελέτη σε χιλιάδες ασθενείς.
Οι ασθενείς που παθαίνουν έμφραγμα και θέλουν να υποβληθούν σε μία προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση για άλλο λόγο, καλό είναι να περιμένουν 3 έως 6 μήνες, συνιστούν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ.
Σε μεγάλη μελέτη που πραγματοποίησαν διαπίστωσαν πως δεν είναι αρκετοί οι 2 μήνες που συνήθως συνιστώνται. Η σύσταση αυτή βασίζεται σε παλαιότερα δεδομένα, από μελέτη που διεξήχθη την περίοδο 1999-2004, λένε.
Τα στοιχεία αυτά όμως «είναι πια ξεπερασμένα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Laurent G. -, καθηγητής Αναισθησιολογίας & Περιχειρουργικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, στη Νέα Υόρκη. «Δεδομένης της προόδου στην ιατρική φροντίδα, οι γιατροί χρειάζονται τα νεότερα δεδομένα».
Η νέα μελέτη βασίσθηκε σε περισσότερα από 5,2 εκατομμύρια ασφαλισμένους των ΗΠΑ, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις την περίοδο 2015-2020. Οι ασθενείς είχαν ηλικία 67 ετών και άνω. Το 57% ήταν γυναίκες.
Οι επεμβάσεις που είχαν κάνει ήταν για μη-καρδιολογικά αίτια. Οι 42.278 από αυτούς είχαν πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή) πριν χειρουργηθούν.
Οι ερευνητές συνέκριναν τις εκβάσεις μεταξύ όσων χειρουργήθηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα μετά το έμφραγμα. Στόχος τους είναι να εξακριβώσουν αν και πόσο αυξανόταν ο κίνδυνος για νέο, μεγάλο καρδιαγγειακό επεισόδιο (π.χ. έμφραγμα, εγκεφαλικό).
Τα ευρήματα
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Surgery. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο κίνδυνος επιπλοκών ήταν υψηλότερος όταν οι ασθενείς χειρουργούνταν τις πρώτες 30 ημέρες από το έμφραγμα. Σε τέτοια περίπτωση είχαν:
- Υπερδιπλάσιες πιθανότητες να πάθουν εγκεφαλικό ή νέο έμφραγμα
- Τριπλάσιες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από κάθε αιτία
Οι αυξήσεις αυτές ήταν ανεξάρτητες από το αν οι ασθενείς είχαν χρειασθεί επαναγγείωση ή όχι. Η επαναγγείωση είναι η διάνοιξη των αποφραγμένων στεφανιαίων αρτηριών (π.χ. με ένα στεντ που εκλύει φάρμακο).
Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι 60 ημέρες έπειτα από το έμφραγμα, ο περιεγχειρητικός κίνδυνος αρχίζει να μειώνεται. Επιπλέον, στους ασθενείς στους οποίους έχει γίνει τοποθέτηση στεντ, σταθεροποιείται μετά από 90 ημέρες και παραμένει σταθερός έως τις 180.
Αντίστοιχα, ο κίνδυνος για τις μη προγραμματισμένες επεμβάσεις αρχίζει να μειώνεται 90 ημέρες μετά την καρδιακή προσβολή.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «η καθυστέρηση των προγραμματισμένων επεμβάσεων για 90 έως 180 ημέρες μπορεί να αποτελεί εύλογη επιλογή για τους ασθενείς», σημειώνουν οι ερευνητές.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα υγείας, τονίζουν οι ερευνητές. Οι γιατροί καλούνται να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ των κινδύνων από μία χειρουργική επέμβαση και την ποιότητα ζωής που θα τους παράσχει.
Φωτογραφία: iStock