Τα ευρήματα μελέτης σε χιλιάδες εθελοντές. Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό και που μπορεί να οφείλεται.
Τα γρήγορα τεστ (rapid) με τα οποία γίνεται η διάγνωση της COVID-19 έχουν αποδειχθεί πολύτιμα για την διάγνωση των ασθενών και την έγκαιρη λήψη μέτρων. Έχουν, δε, ελάχιστο ποσοστό (κάτω από 1%) θετικών αποτελεσμάτων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (ψευδώς θετικά).
Όπως, όμως, αναφέρει η ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο κάποιοι ασθενείς να βγαίνουν επανειλημμένως θετικοί στα rapid τεστ, αλλά αρνητικοί στον μοριακό έλεγχο.
Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Όπως αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες και σε πάσχοντες από αυτοάνοσα νοσήματα.
Σε δύο διαφορετικές μελέτες, 11.297 συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε rapid τεστ και σε μοριακό έλεγχο με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (RT-PCR). Όσοι εξ αυτών είχαν θετικό αποτέλεσμα στο γρήγορο τεστ και αρνητικό στην μοριακή εξέταση με PCR θεωρήθηκαν ότι είχαν ψευδώς θετικό αποτέλεσμα. Οι δύο εξετάσεις έγιναν εντός 48ωρου η μία από την άλλη.
Τα ευρήματα
Οι επιστήμονες ταξινόμησαν τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε δύο ομάδες:
- Στα τυχαία ψευδώς θετικά
- Στα επίμονα ψευδώς θετικά
Ως τυχαία ψευδώς θετικά αποτελέσματα θεωρήθηκαν εκείνα στα οποία το rapid τεστ είχε και τουλάχιστον 1 αρνητικό αποτέλεσμα στη διάρκεια της μελέτης. Αντίστοιχα, ως επίμονα ψευδώς θετικά θεωρήθηκαν εκείνα στα οποία το rapid τεστ έβγαινε συνέχεια θετικό επί τουλάχιστον 5 ημέρες.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, 191 από τους συμμετέχοντες (ποσοστό 1,7%) είχαν τουλάχιστον ένα ψευδώς θετικό rapid τεστ. Οι 13 από αυτούς είχαν επίμονα ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Οι 12 εξ αυτών ήταν γυναίκες.
Από τους 13 συμμετέχοντες με επίμονα ψευδώς θετικά αποτελέσματα, οι 6 έπασχαν από αυτοάνοσα νοσήματα. Ωστόσο από τους υπόλοιπους 178 με τυχαία ψευδώς θετικά αποτελέσματα, μόνο οι 10 είχαν αυτοάνοσα νοσήματα.
Η πρακτική σημασία τους
Η διαφορά αυτή έχει ουσιαστική κλινική σημασία, τονίζουν οι ειδικοί. Η επίμονη ψευδής θετικότητα μπορεί να είναι επακόλουθο της διασταυρούμενης αντιδραστικότητας των αντισωμάτων του τεστ με κάποιον ρευματοειδή παράγοντα. Επιπλέον, θα μπορούσε δυνητικά να συμβεί σε οποιονδήποτε ασθενή με διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κυκλοφορούντα ρευματοειδή παράγοντα.
Επειδή ο έλεγχος για SARS-CoV-2 πραγματοποιείται συνήθως σε ασθενείς με συμπτώματα, τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να μην αναγνωρίζονται κλινικά.
Ωστόσο, όσοι έχουν επίμονα θετικά rapid τεστ μετά από μόλυνση ή εν τη απουσία συμπτωμάτων, ενδέχεται να βρίσκονται αντιμέτωπα με αυτό το φαινόμενο. Φαίνεται ότι οι ασθενείς με επίμονα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και ιστορικό αυτοάνοσης νόσου με ρευματοειδή παράγοντα μπορεί να ωφεληθούν από την επαναλαμβανόμενη εξέταση με διαφορετική εταιρία γρήγορων τεστ αντιγόνου.
Τέλος, η παρουσίαση αυτής της συσχέτισης της αυτοανοσίας ή του γυναικείου φύλου με επαναλαμβανόμενα θετικά αποτελέσματα μπορεί να βοηθήσει τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να διακρίνουν μεταξύ της διασταυρούμενης ψευδούς θετικότητας και της ανάκαμψης του κορωνοϊού.
Τα ευρήματα του δημοσιεύματος στο NEJM συνόψισαν η παθολόγος Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, και η βιολόγος Παναγιώτα Ζαχαράκη της Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα
Φωτογραφία: iStock