Ποιες αλλεργικές αντιδράσεις σχετίζονται με αυτή την ουσία. Πότε χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος.
Περισσότερα από τέσσερα στα δέκα παιδιά και ένας στους τέσσερις ενήλικες έχουν υπερευαισθησία σε μία ή περισσότερες φαινομενικά αβλαβείς ουσίες, με συνέπεια να εκδηλώνουν αλλεργίες που μπορεί να είναι από ήπιες έως απειλητικές για τη ζωή. Η εμφάνισή τους σχετίζεται με μία ουσία στο αίμα που λέγεται ανοσοσφαιρίνη Ε και είναι ένα αντίσωμα. Τί είναι όμως αυτή η ουσία και πώς παράγεται;
Όπως εξηγεί η ειδική παθολόγος Χρυσούλα Λιάκου, η υπερευαισθησία σε μία ουσία (αλλεργιογόνο ή αντιγόνο) έχει ως συνέπεια να ενεργοποιούνται ανοσολογικοί και φλεγμονώδεις μηχανισμοί κάθε φορά που ο ασθενής εκτίθεται σε αυτήν. Αυτό συμβαίνει διότι ο οργανισμός του ασθενούς προσπαθεί να την καταστρέψει.
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας έχουν διάφορους τύπους που συμβολίζονται με τους λατινικούς αριθμούς από 1 έως 4 (Ι έως IV). Οι τρεις πρώτοι τύποι εκδηλώνονται συνήθως σε λίγα λεπτά έως ώρες μετά την έκθεση σε ένα αλλεργιογόνο. Ο τέταρτος εκδηλώνεται με καθυστέρηση (όψιμα).
Ο πιο συχνός τύπος είναι η υπερευαισθησία τύπου 1 που την γνωρίζουμε ως αναφυλακτική ή αλλεργική αντίδραση. Κατ’ αυτήν ο οργανισμός υπερπαράγει την ανοσοσφαιρίνη Ε (συμβολίζεται IgE) για να προσκολληθεί στην ουσία (αλλεργιογόνο ή αντιγόνο) που τον ενοχλεί. Με τη σύνδεση αυτή το ανοσοποιητικό διευκολύνει την καταστροφή του αλλεργιογόνου.
Η ανοσοσφαιρίνη IgE είναι μία πρωτεΐνη. Δεν έχει όμως μία συγκεκριμένη μορφή, αλλά έχει διάφορους υποτύπους, αναλόγως με το αλλεργιογόνο. Κάθε άνθρωπος μπορεί να παράγει έναν ή περισσότερους τύπους της IgE. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο άλλοι έχουν αλλεργία μόνο σε ένα αλλεργιογόνο (π.χ. στο τρίχωμα των κατοικιδίων) και άλλοι πολλαπλές αλλεργίες.
Σε κάθε περίπτωση, η αλλεργική αντίδραση μπορεί να εκδηλωθεί σε 15-20 λεπτά από την έκθεση στο αλλεργιογόνο, αν και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα αρχίζουν σε 10-12 ώρες.
Πρώτα η ευαισθητοποίηση
Ωστόσο οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας δεν εκδηλώνονται με την πρώτη έκθεση σε ένα αλλεργιογόνο. «Προηγείται η ευαισθητοποίηση του οργανισμού και σε μεταγενέστερη φάση αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά συμπτώματα», διευκρινίζει η δρ Λιάκου.
Όπως εξηγεί, ευαισθητοποίηση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία το αμυντικό σύστημα του οργανισμού αντί να αγνοήσει μία ουσία όπως θα ήταν το σωστό, δίνει σήμα σε ορισμένα κύτταρα του σώματος να παράγουν τα αντισώματα (δηλαδή μία εξειδικευμένη μορφή ανοσοσφαιρίνης IgE) για να την καταπολεμήσουν.
Κατά την φάση αυτή ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα, διότι ο οργανισμός του παράγει σε μικρές ποσότητες τα απαιτούμενα αντισώματα. Την επόμενη φορά, όμως, που θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο αλλεργιογόνο, το ανοσοποιητικό το αναγνωρίζει αμέσως. Έτσι, είναι σε θέση να υπερπαράγει ταχύτερα την εξειδικευμένη ανοσοσφαιρίνη IgE.
Μόλις το αλλεργιογόνο έρθει σε επαφή με τα συγκεκριμένα αντισώματα, αρχίζει μία αλληλουχία βιολογικών διεργασιών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η ανεξέλεγκτη παραγωγή και έκκριση ισταμίνης, που προκαλεί τα χαρακτηριστικά συμπτώματα κάθε αλλεργίας. Τα συμπτώματα συνήθως εντοπίζονται σε ένα ή περισσότερα από τα εξής:
- Στη μύτη
- Τους πνεύμονες
- Τον λαιμό
- Το δέρμα
- Τα μάτια
Τι είδους αλλεργίες ανιχνεύει
Οι αλλεργικές αντιδράσεις οι οποίες επάγονται από την ανοσοσφαιρίνη IgE μπορεί να είναι:
- Τροφικές (π.χ. αλλεργία σε καρύδια, αυγά, γάλα, θαλασσινά κ.λπ.)
- Ζωικές (π.χ. αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε μέλισσες, σφήκες, κατοικίδια, έντομα κ.λπ.)
- Περιβαλλοντικές (π.χ. αλλεργίες σε ακάρεα σκόνης, λάτεξ, γύρη, μούχλα κ.λπ.)
- Ατοπικές (π.χ. αλλεργικό άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα ή επιπεφυκίτιδα ή δερματίτιδα)
- Φαρμακευτικές (π.χ. αλλεργίες σε αντιβιοτικά)
- Ακόμα και συστηματικές (π.χ. κνίδωση)
- Αναφυλαξία (αλλεργικό σοκ σε ένα αλλεργιογόνο)
Οι αλλεργίες αυτές μπορούν να διαγνωστούν με βάση τα επίπεδα της IgE. «Η μέτρηση των επιπέδων της ανοσοσφαιρίνης IgE με μια εξέταση αίματος, είναι ένας από τους απλούστερους τρόπους για να δούμε αν ένα παιδί ή ενήλικας έχει αλλεργία, καθώς και σε ποιο αλλεργιογόνο», προσθέτει η δρ Λιάκου.
Οι ενδείξεις της εξέτασης
Κατά την εξέταση μετριέται τόσο το επίπεδο της ολικής IgE, όσο και η εξειδικευμένη ανοσοσφαιρίνη IgE. Οι δύο μορφές μπορεί να μετρηθούν ταυτοχρόνως ή ξεχωριστά.
Ο οργανισμός μας φυσιολογικά παράγει χαμηλά επίπεδα ολικής IgE. Όταν αυτά είναι αυξημένα, αυτό αποτελεί πιθανή ένδειξη αλλεργικής αντίδρασης. Αν όμως ο ασθενής δεν έχει αλλεργικά συμπτώματα, μόνη της η αύξηση της IgE δεν αρκεί για να διαγνωστεί η αλλεργία.
Η μέτρηση της IgE συνιστάται όταν υπάρχουν υπόνοιες για αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου Ι, που προκαλεί:
- Αναφυλαξία
- Αλλεργική ρινίτιδα
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Αλλεργικό άσθμα
- Χρόνια παραρρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα)
Η μέτρηση είναι επίσης χρήσιμη για να καθοριστεί το είδος του αλλεργιογόνου (αν λ.χ. είναι τροφή, ακάρεα, γύρη, φάρμακο, λάτεξ, καλλυντικό, μούχλα κ.λπ.).
Η ανοσοσφαιρίνη IgE, όμως, μπορεί να αυξηθεί και από άλλους παράγοντες, όπως η κατανάλωση αλκοόλ (μέτρια ή μεγάλη), παρασιτικές λοιμώξεις ή αυτοάνοσες παθήσεις.
Ακόμα και η λήψη ορισμένων συμπληρωμάτων ή βοτάνων (π.χ. σκόρδο) μπορεί να αυξήσει τα επίπεδά της. Γι’ αυτό τον λόγο ο γιατρός μπορεί να συστήσει περαιτέρω εξετάσεις (π.χ. δερματικά τεστ) πριν θέσει την οριστική διάγνωση της αλλεργικής αντίδρασης.
Φωτογραφία: iStock