Οι προεμμηνορροϊκές διαταραχές συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως διαπιστώθηκε σε μεγάλη, μακροχρόνια μελέτη.
Νέα έρευνα που ανέλυσε δεδομένα υγείας ασθενών από περισσότερες από 3 εκατομμύρια γυναίκες στη Σουηδία για μια περίοδο 20 ετών διαπίστωσε ότι όσες είχαν διαγνωστεί με προεμμηνορροϊκό σύνδρομο ή προεμμηνορροϊκή δυσφορική διαταραχή είχαν 11% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιαγγειακή νόσο κάποια στιγμή, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν διάγνωση.
Οι νεότερες γυναίκες που παρουσίασαν προεμμηνορροϊκή διαταραχή πριν από την ηλικία των 25 ετών είχαν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής νόσου, 24%.
«Είναι άλλη μια υπενθύμιση του να φροντίζετε την καρδιαγγειακή σας υγεία όταν είστε νέοι και να μην περιμένετε να φτάσετε τα 50 ή αργότερα», δήλωσε η Elizabeth Bertone-Johnson, από τους συγγραφείς της μελέτης και καθηγήτρια επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης-Amherst.
Προκειμένου να διαγνωστεί το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο ή η πιο έντονη προεμμηνορροϊκή δυσφορική διαταραχή, τα συμπτώματα όπως οι εναλλαγές της διάθεσης, η κόπωση, οι κράμπες και οι λιγούρες για φαγητό πρέπει να είναι «αρκετά άσχημα» ώστε να αξιολογούνται ως «μέτρια» ή «σοβαρά» ή να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ικανότητα λειτουργίας της ασθενούς, τονίζει η Bertone-Johnson.
Οι ερευνητές ανέλυσαν υποτύπους καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες και ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς. Μια αρρυθμία συμβαίνει όταν τα ηλεκτρικά σήματα της καρδιάς δεν λειτουργούν σωστά, κάνοντας την καρδιά να χτυπάει πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Οι αρρυθμίες και η ισχαιμική καρδιακή νόσος, βλάβη που προκαλείται από πλάκα η οποία έχει συσσωρευτεί στις στεφανιαίες αρτηρίες, εμφάνισαν τις ισχυρότερες συσχετίσεις με τις προεμμηνορροϊκές διαταραχές.
Αν και η έρευνα δεν μελέτησε τους πιθανούς λόγους πίσω από τη σύνδεση, η Bertone-Johnson και άλλοι ειδικοί πιστεύουν ότι οι προεμμηνορροϊκές διαταραχές μπορεί να υποδηλώνουν άλλες υποκείμενες φυσιολογικές καταστάσεις.
«Τελικά θα εμφανιστεί ως καρδιαγγειακή νόσος, αλλά πριν από αυτό, εμφανίζεται στα προεμμηνορροϊκά συμπτώματα», ανέφερε η Bertone-Johnson.
Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν φλεγμονή και αλλοίωση του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης – ένα ορμονικό σύστημα που ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση, ανέφερε η δρ Nieka Goldberg, καρδιολόγος που ειδικεύεται στην υγεία των γυναικών στο NYU Langone. Αυτές οι φλεγμονώδεις αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένη συσσώρευση πλάκας γύρω από τις αρτηρίες της καρδιάς – αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιακής νόσου. Η Goldberg δεν συμμετείχε στη νέα έρευνα.
Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως το κάπνισμα, το βάρος, η χρήση φαρμάκων και ορισμένες προϋπάρχουσες παθήσεις, οι γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με προεμμηνορροϊκή διαταραχή είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακά προβλήματα.
Οι ερευνητές στη Σουηδία ανέλυσαν επίσης ζεύγη αδελφών ως έναν τρόπο υπολογισμού των γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Η δρ Priya Jaisinghani, ενδοκρινολόγος στο NYU Langone, πιστεύει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στους παράγοντες κινδύνου των γυναικών για καρδιακές παθήσεις, οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν αναπαραγωγικές, ορμονικές και μεταβολικές καταστάσεις.
Από την πλευρά της, η Goldberg τόνισε ότι μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις αυτής της μελέτης είναι το πώς μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τη διάγνωση καρδιαγγειακών παθήσεων σε νεότερους ασθενείς.
«Αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα για τον έγκαιρο εντοπισμό των γυναικών που διατρέχουν κίνδυνο καρδιακής νόσου νωρίτερα στη ζωή τους», δήλωσε. «Αν και ο μηχανισμός για τον κίνδυνο καρδιακής νόσου στις προεμμηνορροϊκές διαταραχές θα χρειαστεί περαιτέρω μελέτη, είναι σημαντικό για τους γιατρούς να λαμβάνουν πλήρες ιστορικό εμμήνου ρύσεως, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας προεμμηνορροϊκού συνδρόμου στις ασθενείς τους».
Φωτογραφία: iStock