Πόση ήταν η αποτελεσματικότητά της 5 και 16 χρόνια πριν τη διάγνωση αυτής της σοβαρής πάθησης του ήπατος.
Μία εξέταση αίματος με την οποία μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια πόσο κινδυνεύει ένας άνθρωπος να αναπτύξει μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος (λίπος στο συκώτι) πολλά χρόνια πριν αυτή εκδηλωθεί, ανέπτυξαν οι επιστήμονες.
Η εξέταση αναζητά πέντε συγκεκριμένες πρωτεΐνες, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές της μεταβολικής δυσλειτουργίας που οδηγεί στη λιπώδη διήθηση. Η δοκιμή της σε ανθρώπους έδειξε ότι είχε ακρίβεια 84% στην ανίχνευση της διήθησης 5 χρόνια πριν αυτή αρχίσει. Είχε επίσης ακρίβεια 76% σχεδόν 16 χρόνια πριν από τη διάγνωση.
Τα ευρήματα αυτά παρουσιάσθηκαν στο γαστρεντερολογικό συνέδριο Digestive Diseases Week (DDW 2025) που διεξήχθη στο Σαν Ντιέγκο.
Η λιπώδης διήθηση του ήπατος αποτελεί πλέον την συχνότερη μορφή ηπατοπάθειας στον κόσμο. Συνδέεται κυρίως με την παχυσαρκία, αλλά συχνά παρατηρείται και σε φυσιολογικού βάρους άτομα που όμως τρέφονται ανθυγιεινά.
Οι ασθενείς πολύ συχνά δεν γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να την εκδηλώσουν. Το μαθαίνουν όταν γίνεται η διάγνωση, αλλά έως τότε το ήπαρ τους έχει ήδη υποστεί βλάβες, δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Shiyi Yu, γαστρεντερολόγος στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Επαρχίας Guangdong, στην Κίνα.
Η μελέτη
Οι ερευνητές θέλησαν να εξακριβώσουν εάν υπάρχει τρόπος να προβλέψουν ποιος κινδυνεύει να την εκδηλώσει. Για τον σκοπό αυτό εξέτασαν δείγματα αίματος από περισσότερους από 50.000 εθελοντές. Στη συνέχεια παρακολούθησαν επί 16 χρόνια την πορεία της υγείας τους, καταγράφοντας τα επίπεδα και τους συνδυασμούς των πρωτεϊνών στο αίμα τους.
Συνολικά εξέτασαν πάνω από 2.700 πρωτεΐνες, διαπιστώνοντας ότι οι πέντε από αυτές ως φαίνεται αποτελούν προειδοποιητικές ενδείξεις της λιπώδους διήθησης του ήπατος. Οι πρωτεΐνες αυτές είναι γνωστές ως CDHR2, FUOM, KRT18, ACY1 και GGT1.
Οι ερευνητές τις χρησιμοποίησαν για να αναπτύξουν την εξέτασή τους και να εξετάσουν αν θα μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια τους εθελοντές που όντως είχαν εκδηλώσει λιπώδη διήθηση του ήπατος με την πάροδο του χρόνου.
Όταν συνδύασαν την εξέτασή τους με κλινικούς βιοδείκτες, όπως ο δείκτης μάζας σώματος και το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας, η ακρίβεια της εξέτασης έφτασε:
- Στο 90,4% στα 5 χρόνια πριν τη διάγνωση
- Στο 82,2% στα 16 χρόνια πριν τη διάγνωση
Στη συνέχεια επαλήθευσαν τα ευρήματά τους σε μεγάλο αριθμό εθελοντών στην Κίνα. Η επαλήθευση ενισχύει την αποτελεσματικότητα της εξέτασης και αποδεικνύει πως είναι αποδοτική σε διαφορετικούς πληθυσμούς, είπε ο Dr. Yu.
Φωτογραφία: iStock