Από ποια ηλικία να αρχίζει η μέτρησή της. Κάθε πότε να επαναλαμβάνεται, εάν δεν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα.
Η χοληστερόλη είναι μία λιπώδης ουσία απαραίτητη για πολλές λειτουργίες του οργανισμού. Ωστόσο είναι σημαντικό να προσέχουμε τα επίπεδά της στο αίμα μας, διότι όταν υπερβαίνουν ορισμένα όρια, αυξάνουν μακροπρόθεσμα τον κίνδυνο για έμφραγμα και για εγκεφαλικό.
Το 80% της χοληστερόλης στο αίμα μας παράγεται από το ήπαρ. Το υπόλοιπο 20% προέρχεται από ζωικής προελεύσεως τρόφιμα (π.χ. κρέας, πουλερικά, γαλακτοκομικά, θαλασσινά) ή από τρόφιμα που είναι πλούσια σε κορεσμένα ή/και trans λιπαρά οξέα.
Μεταξύ αυτών των τροφίμων συμπεριλαμβάνονται και φυτικής προελεύσεως τρόφιμα, όπως το έλαιο καρύδας και το φοινικέλαιο, που συχνά προστίθενται σε έτοιμα τρόφιμα του εμπορίου, όπως τα προϊόντα άρτου, αναφέρει η ειδική παθολόγος δρ Χρυσούλα Λιάκου.
Η HDL και η LDL
Η χοληστερόλη κυκλοφορεί σε όλο το σώμα, προσκολλημένη σε δύο είδη λιποπρωτεϊνών. Το ένα είναι η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL) και το άλλο η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL). Οι λιποπρωτεΐνες αυτές συνηθίζεται να αποκαλούνται κακή και καλή χοληστερόλη αντίστοιχα. Και αυτό, διότι η μεν LDL πλήττει την καρδιαγγειακή υγεία όταν υπάρχει σε υψηλά επίπεδα, ενώ αντιθέτως η HDL είναι καρδιοπροστατευτική.
«Όσο πιο υψηλά είναι τα επίπεδα της ολικής και της LDL χοληστερόλης, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι για την υγεία. Όταν τα επίπεδά της υπερβαίνουν τα φυσιολογικά όρια, αυξάνεται ο κίνδυνος να αναπτυχθεί αθηροσκλήρωση, η οποία είναι ένας από τους κύριους παράγοντας κινδύνου για σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό», εξηγεί η δρ Λιάκου.
Από την αθηροσκλήρωση προστατεύει έως ένα βαθμό η HDL, η οποία απομακρύνει την LDL από τις αρτηρίες και την οδηγεί πίσω στο ήπαρ, όπου διασπάται και αποβάλλεται. Ωστόσο η HDL μπορεί να απομακρύνει μόνο ένα μέρος της LDL, γι’ αυτό και δεν αρκεί από μόνη της για προστασία από έμφραγμα και εγκεφαλικό. Απαραίτητο είναι να διατηρείται ταυτοχρόνως εντός φυσιολογικών ορίων τόσο η ολική χοληστερόλη, όσο και η LDL.
Ωστόσο η υψηλή χοληστερόλη δεν προκαλεί συμπτώματα και πολλοί δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία της παρά μόνο όταν παθαίνουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Γι’ αυτό τον λόγο συνιστάται τακτικός έλεγχος των επιπέδων όλων των μορφών της χοληστερόλης από μικρή ηλικία.
Πότε να γίνεται μέτρηση
Οι πρώτες μετρήσεις της ολικής, της καλής (HDL) και της κακής (LDL) χοληστερόλης συνιστώνται σε ηλικία 9-11 ετών, σύμφωνα με το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος (NHLBI).
Αν όμως υπάρχει οικογενειακό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας (υψηλής χοληστερόλης), εμφράγματος, εγκεφαλικού ή το παιδί πάσχει από παχυσαρκία μπορεί να γίνουν νωρίτερα, αναλόγως με τις συστάσεις του παιδιάτρου.
Στους εφήβους και νεαρούς άνδρες (ηλικίες κάτω των 44 ετών) ο επαναληπτικός έλεγχος συνιστάται ανά πενταετία, εφ’ όσον δεν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα. Στις ηλικίες 45-65 ετών συνιστάται κάθε 1-2 χρόνια. Μετά τα 65 έτη συνιστάται μία φορά τον χρόνο.
Στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας και τις γυναίκες (ηλικίες κάτω των 54 ετών) ο επανέλεγχος συνιστάται ανά πενταετία. Στις ηλικίες 55-65 ετών συνιστάται κάθε 1-2 χρόνια και ύστερα ετησίως.
Οι φυσιολογικές τιμές
Στα παιδιά και τους εφήβους τα φυσιολογικά επίπεδα είναι:
- Ολική χοληστερόλη (συχνά συμβολίζεται TC στις εξετάσεις αίματος): Κάτω από 170 mg/dl
- LDL: κάτω από 110 mg/dl
- HDL: Πάνω από 45 mg/dl
Στους άνδρες και στις γυναίκες οι αντίστοιχες φυσιολογικές τιμές είναι ως εξής:
- Ολική χοληστερόλη: Κάτω από 200 mg/dl
- LDL: Ιδανικά πρέπει να είναι κάτω από 100 mg/dl
- HDL: Πάνω από 40 mg/dl στους άνδρες και πάνω από 50 mg/dl στις γυναίκες
Και ο αθηρωματικός δείκτης
Μετά την ηλικία των 40 ετών ή νωρίτερα (εξαρτάται από το ατομικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό) συνιστάται αξιολόγηση και του αθηρωματικού δείκτη. Με τον δείκτη αυτό αξιολογείται πόσο πιθανό είναι να εκδηλώσει κάποιος έμφραγμα ή εγκεφαλικό τα προσεχή χρόνια.
Ο δείκτης υπολογίζεται όταν διαιρεθεί η ολική χοληστερόλη με την HDL (ή καλή χοληστερόλη). Αν π.χ. έχετε ολική χοληστερόλη 200 mg/dl και HDL 46 mg/dl, ο αθηρωματικός δείκτης σας είναι 4,3.
Ο αθηρωματικός δείκτης πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 1 και 3,5 για να είναι χαμηλός ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου. Ο τιμές που υπερβαίνουν το 5 υποδηλώνουν υψηλό κίνδυνο καρδιοπάθειας. Οι ενδιάμεσες δείχνουν πως πρέπει να προσέξετε.
Φωτογραφία: iStock