Αν θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις πρακτικές, που μπορεί να ακολουθήσει ένας γονιός, όταν μάθει πως το παιδί του καπνίζει ή ατμίζει, με μία σύντομη φράση θα ήταν «απόφυγε τις απειλές και την τρομοκρατία!».
Από την άλλη, ο κάθε γονιός συνήθως ζητά αυτά τα «έξυπνα» τρικ που θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να πείσει το παιδί του να σταματήσει το κάπνισμα. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη παγίδα. Δεν υπάρχουν έξυπνα κόλπα που θα ξεγελάσουν ένα παιδί. Αντιθέτως αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι όχι το τί κάνω ως γονιός, αλλά το πώς είμαι.
Τo κάπνισμα εμφανίζεται στην τηλεόραση ως αξεσουάρ που δίνει στυλ, δραματοποιεί, υπερθεματίζει το συναίσθημα του χρήστη. Ενίοτε γίνεται εργαλείο προσέγγισης και φλερτ. Άλλοτε αποτελεί μονάδα μέτρησης χρόνου («θα περάσω για ένα τσιγάρο»). Οι κοινωνικές προεκτάσεις του καπνίσματος είναι πολυεπίπεδες, συνεπώς μία και μόνο ανάγνωση σχετικά με το πως θα μιλήσω στο παιδί μου, γι’ αυτό θα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνη.
Το να ανοίξω μια τέτοια συζήτηση με το παιδί δεν είναι εύκολη υπόθεση και αυτό γιατί η σχέση που υπάρχει ήδη μεταξύ αυτού και των γονιών θα κρίνει την έκβαση της κουβέντας. Μια σχέση η οποία χαρακτηρίζεται από ένταση και έλλειψη εμπιστοσύνης δεν είναι πιθανόν να οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως μία τέτοια κατάσταση θα ήταν και μια ευκαιρία επαναξιολόγησης της σχέσης.
«Αν νιώθω πως οι γονείς μου δεν με αγαπάνε, γιατί να υπακούσω στους κανόνες που μου θέτουν;»
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια χαρακτηριστική δήλωση των βασικών αρχών γονεϊκότητας. Επιπλέον χρειάζεται να μην ξεχνάμε πως τα παιδιά, ειδικά στην εφηβική ηλικία, τείνουν να αμφισβητούν την εξουσία που έχουν πάνω τους οι γονείς. Έτσι το κάπνισμα θα μπορούσε να είναι ένα μέρος της επανάστασης που κάνουν τα ίδια τα παιδιά προς τους γονείς. Εάν μια κουβέντα γύρω από το κάπνισμα ξεκινήσει με απειλές και τιμωρίες, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν μπορούμε να συζητάμε για μια θετική έκβαση της συζήτησης αυτής. Αρκεί να θυμόμαστε πως το παιδί εάν θέλει να καπνίσει θα το κάνει, είτε φανερά είτε κρυφά. Και σε αυτό ακριβώς οι γονείς δεν έχουν κανέναν έλεγχο.
Στα πιο πρακτικά τώρα, και με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, κάποια πράγματα που μπορούν να κάνουν οι γονείς είναι τα εξής:
- Μια ειλικρινής και γνήσια συζήτηση γύρω από το ότι δεν συμφωνείτε και δεν θέλετε για κανέναν λόγο το παιδί σας να καπνίζει είναι μια καλή αφετηρία. Μπορείτε να εξηγήσετε τους κινδύνους που ενέχει το κάπνισμα αλλά και όλες τις βλαβερές ουσίες που περιέχει ο καπνός.
- Μπορείτε να μιλήσετε για το κάπνισμα στα παιδιά σας γύρω στην ηλικία των 5 ετών. Μελέτες δείχνουν πως παιδιά γύρω στα 11 έτη κάνουν την πρώτη τους δοκιμή και μπορεί να εξαρτηθούν μέχρι τα 14.
- Γονείς που καπνίζουν έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν παιδιά που καπνίζουν. Αυτό λειτουργεί ανασταλτικά σε οποιαδήποτε κουβέντα γύρω από το κάπνισμα.
- Εφαρμόστε μια πολιτική «χωρίς καπνό» στο σπίτι σας. Αν καπνίζετε, το καλύτερο παράδειγμα που μπορείτε να προσφέρετε στο παιδί σας είναι να διακόψετε. Έτσι θα έχετε την ευκαιρία να μιλήσετε για τη δυσκολία της διακοπής καπνίσματος αλλά και για το πόσο σημαντικό είναι το να μην το είχατε αρχίσει από την αρχή.
- Προσπαθήστε να καταλάβετε τί είναι αυτό που βρίσκει ελκυστικό το παιδί στο κάπνισμα. Πιθανόν να είναι η αποδοχή από συνομήλικους ή η αίσθηση του ανήκειν μεταξύ της παρέας.
Σε κάθε περίπτωση, η κουβέντα θα είναι πιο αποτελεσματική εάν γίνει σε έναν ήρεμο, φιλικό και αποδεκτικό τόνο. Σε αποδέχομαι δεν σημαίνει πως συμφωνώ με αυτό που κάνεις, αλλά με νοιάζει να καταλάβω περισσότερο με ποιον τρόπο σε εξυπηρετεί. Για την έναρξη αυτής της κουβέντας θα βοηθούσαν κάποιες ερωτήσεις όπως:
- «πώς νιώθεις που καπνίζεις;»
- «τι είναι σημαντικό στο κάπνισμα;»
- «τι θα συμβεί αν δεν καπνίζεις; Σε τι θα σου στοιχίσει;»
- «έχεις εικόνα τι περιέχει ένα τσιγάρο;»
Πιθανές ιστορίες από συγγενικά πρόσωπα που διαχειρίστηκαν τις επιπτώσεις του καπνίσματος θα ήταν βοηθητικές αλλά και πάλι όχι με έναν διδακτικό τόνο, αλλά περισσότερο με έναν αφυπνιστικό.
Αυτό που χρειάζεται να μην ξεχνάμε είναι πως η διακοπή καπνίσματος είναι μια πρόκληση ακόμα και για έναν έφηβο, ο οποίος μπορεί να υποτροπιάσει αρκετές φορές μέχρι την πλήρη διακοπή. Ο γονιός οφείλει να είναι σύμμαχος και όχι επιστάτης προκειμένου να βοηθήσει το ίδιο το παιδί. Στο τέλος της ημέρας επιστρέφουμε στη σημασία της σχέσης. Όλες οι δύσκολες συζητήσεις με το παιδί μπορούν να γίνουν ευκολότερες όταν υπάρχει μια σχέση με εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση και αποδοχή.
[penci_related_posts title=”ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:” number=”8″ style=”grid” align=”none” displayby=”cat” orderby=”random”]