Η κλιματική αλλαγή που πλήττει τις κύριες χώρες που παράγουν πορτοκάλια, αλλά και μια αναπάντεχη ασθένεια, έχουν λιγοστέψει τα αποθέματα του υγιεινού χυμού πορτοκαλιού και έχουν εκτινάξει τις τιμές του.
Τις πληγές του Φαραώ φαίνεται να αντιμετωπίζει ο χυμός πορτοκαλιού παγκοσμίως, γεγονός που έχει εκτινάξει τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Κύρια αιτία η κλιματική αλλαγή και τα συνακόλουθα ακραία φαινόμενα τα οποία πλήττουν τις κύριες παραγωγές χώρες πορτοκαλιών, ενώ σαν να μην έφταναν αυτά, μια ανίατη ασθένεια που ονομάζεται Citrus Greening -η «ασθένεια των πράσινων εσπεριδοειδών», όπως θα μπορούσε να μεταφραστεί- μέρα με τη μέρα καταστρέφει όλο και περισσότερα δέντρα στην Αμερική και στη Βραζιλία.
Ένα φυτό που έχει προσβληθεί από Greening σταματά να φωτοσυνθέτει, οι καρποί του όλο και λιγοστεύουν, οι ρίζες αδυνατίζουν αντί να αναπτύσσονται και τελικά το δέντρο… πεθαίνει.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στις ήδη εντονότατες διακυμάνσεις τιμής που παρουσιάζει ιστορικά ο κατεψυγμένος συμπυκνωμένος χυμός πορτοκαλιού, γνωστός παγκοσμίως ως FCOJ, δηλαδή Frozen Orange Juice Concentrate. Πρόκειται για τις γνωστές «παγοκολώνες» χυμού, το κυριότερο προϊόν που αποδίδει η βιομηχανική επεξεργασία φρούτων πορτοκαλιού, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή σχεδόν του συνόλου χυμών πορτοκαλιού κάθε είδους σε όλο τον κόσμο.
Τα υποπροϊόντα του πορτοκαλιού δεν υπολείπονται σε διατροφική αξία, αλλά…
Θέλοντας να αντιμετωπίσει τις δραματικές διακυμάνσεις των τιμών, η βιομηχανία χυμοποίησης πορτοκαλιών -όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη τη υφήλιο- έχει επιδοθεί στην προσπάθεια αξιοποίησης ολόκληρου του πορτοκαλιού, δημιουργώντας εδώ και δεκαετίες υποπροϊόντα που δίνουν προστιθέμενη αξία στα εσπεριδοειδή αλλά και λύση στην παραγωγή καλύτερων χυμών τόσο από οικονομικής, όσο και από θρεπτικής σκοπιάς.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Πέτρος Καπασακαλίδης, Τεχνολογος τροφίμων και ειδικός στη βιοχημεία των φρούτων, τέτοια προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τη φλούδα του πορτοκαλιού, ονομάζονται Pulp Wash ή WESOS ή και Core Wash και φαίνεται πως μπορούν να γίνουν η απάντηση της βιομηχανίας στην έλλειψη αποθεμάτων που παρατηρούνται αυτή την περίοδο παγκοσμίως.
Τα προϊόντα αυτά δεν υπολείπονται σε διατροφική αξία, καθώς η φλούδα του πορτοκαλιού έχει λιγότερα ζάχαρα, περισσότερα αμινοξέα, περισσότερες διαλυτές πηκτίνες (soluble pectins) αλλά και περισσότερες ίνες. Στον αντίποδα βέβαια η φλούδα απορροφά τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στην γεωργία, γεγονός που απαιτεί από τις βιομηχανίες να κάνουν καλύτερη διαχείριση της υπολειμματικότητας των φυτοφαρμάκων, ενώ οδηγεί όλο και περισσότερο στη χρήση οργανικών προϊόντων, αλλά και πορτοκαλιών που προέρχονται από πιστοποιημένες φάρμες με Eurogap ή Globalgap.
Την ίδια στιγμή η χρήση τέτοιων προϊόντων από τη βιομηχανία μπορεί να δώσει βιώσιμες λύσεις χωρίς να μειώσει την ποιότητα των προϊόντων, κατεβάζοντας την τιμή, καθώς τα προϊόντα WESOS ή Pulp Wash αυτή τη στιγμή έχουν μία σχέση 70% με την τιμή της «παγοκολώνας» χυμού, ενώ τα προϊόντα Core Wash βρίσκονται ακόμη και στο 65% των παγωμένων συμπυκνωμάτων (FCOJ).
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σήμερα στη χώρα μας, προκειμένου να προστατευθεί η ελληνική παραγωγή πορτοκαλιού και η βιομηχανία χυμών, ο νόμος απαιτεί οι τελικοί χυμοί και αναψυκτικά να χρησιμοποιούν το λιγότερο έως 20% χυμό που έχει επανασυσταθεί από «παγοκολώνες», ενώ στην Ιταλία αυτό το ποσοστό βρίσκεται στο 12%. Στη Γερμανία η βιομηχανία έχει πιο ελεύθερους κανόνες και επιτρέπει ταυτόχρονα τη χρήση Pulp Wash και Core Wash, ενώ στην Αγγλία η υποχρέωση αφορά ένα 5% προερχόμενο όμως από το σύνολο του φρούτου και όχι μόνο από το ενδοκάρπιο. Το ποσοστό αυτό στη Λετονία βρίσκεται στο 2%.
Συμπερασματικά, γίνεται σαφές ότι η προσθήκη εκχυλισμάτων πολτού και διαλυτών στερεών ολόκληρων φρούτων στο χυμό πορτοκάλι, είναι μια λύση η οποία και μπορεί να προσφέρει το διατροφικό πλεονέκτημα που προέρχεται από τη χρήση ολόκληρων φρούτων, αλλά και οικονομική βιωσιμότητα για την κάλυψη των μειωμένων αποθεμάτων πορτοκαλοχυμου που καταγράφονται αυτή την περίοδο σε όλο τον κόσμο.
Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε παράλληλα να συγκρατήσει και το κόστος που πληρώνει ο καταναλωτής στο ράφι του σούπερ μάρκετ, δημιουργώντας ένα «παράθυρο» για πιθανή μείωση της τιμής των χυμών, ακόμη και κατά 35%.