Οι εμμονές αποτελούν νοητικές διεργασίες που χαρακτηρίζονται από επίμονες, ανεπιθύμητες και επαναλαμβανόμενες σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις. Αυτές οι σκέψεις, παρά την προσπάθεια του ατόμου να τις απομακρύνει, προκαλούν έντονη δυσφορία. Οι εμμονές είναι συχνά μέρος της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής (ΙΨΔ), αν και μπορούν να εμφανιστούν και σε άλλες ψυχικές καταστάσεις.
Η Δρ. Χριστίνα Καραπάνου, MCI, MCIPD, Ψυχολόγος Υγείας, Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία, μίλησε στο - για το πως επηρεάζουν οι εμμονές τη λειτουργικότητα των ατόμων αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Πότε θεωρούνται παθολογικές οι εμμονές?
Είναι σημαντικό να διαφοροποιήσουμε τις εμμονές που αποτελούν φυσιολογικό μέρος της σκέψης από εκείνες που είναι παθολογικές. Οι εμμονές θεωρούνται παθολογικές όταν:
- Είναι διαρκείς και δεν απομακρύνονται με προσπάθεια.
- Παρεμβαίνουν στη λειτουργικότητα του ατόμου στην εργασία, στις σχέσεις και στις καθημερινές δραστηριότητες.
- Συνδέονται με έντονη δυσφορία ή άγχος.
- Οδηγούν το άτομο σε καταναγκαστικές συμπεριφορές ή ιεροτελεστίες για να μειώσει την ένταση τους.
Τα διαγνωστικά κριτήρια βασίζονται συχνά στο DSM-5 και περιλαμβάνουν την παρουσία των εμμονών ή/και των καταναγκασμών για περισσότερο από μία ώρα την ημέρα , καθε μέρα, και την αρνητική επίδρασή τους στη ζωή του ατόμου.
Η Ψυχοδυναμική προσέγγιση των εμμονών
Η ψυχοδυναμική θεωρία αποδίδει τις εμμονές σε ασυνείδητες συγκρούσεις που σχετίζονται με καταπιεσμένες επιθυμίες, φόβους ή συναισθήματα. Ο Sigmund Freud υποστήριζε ότι οι εμμονές είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής πάλης μεταξύ του «Εγώ», του «Υπερεγώ» και του «Αυτό». Συχνά, συνδέονται με συναισθήματα ενοχής και ντροπής για ανεπίτρεπτες παρορμήσεις. Η θεραπεία σε αυτή την προσέγγιση εστιάζει στην ανάλυση των ασυνείδητων αυτών συγκρούσεων και στην ερμηνεία των νοημάτων πίσω από τις εμμονές.
Η Γνωστική-Συμπεριφορική προσέγγιση (CBT)
Σύμφωνα με την προσεγγιση CBT, οι εμμονές προκύπτουν από διαστρεβλωμένες γνωστικές διεργασίες, όπως υπερτίμηση της ευθύνης, καταστροφολογία και αδυναμία ανοχής της αβεβαιότητας. Οι εμμονές διατηρούνται μέσω φαύλων κύκλων, στους οποίους οι καταναγκασμοί μειώνουν προσωρινά το άγχος, ενισχύοντας όμως μακροπρόθεσμα τη δυσλειτουργία.

Η προσέγγιση CBT επικεντρώνεται σε:
- Εκπαίδευση: Βοήθεια στο άτομο να κατανοήσει πώς λειτουργούν οι εμμονές και οι καταναγκασμοί.
- Έκθεση και Πρόληψη Αντίδρασης (ERP): Το άτομο εκτίθεται σε καταστάσεις που προκαλούν εμμονές, χωρίς να καταφεύγει σε καταναγκασμούς, μειώνοντας έτσι το άγχος.
- Γνωστική αναδόμηση: Αμφισβήτηση των δυσλειτουργικών σκέψεων και αντικατάστασή τους με ρεαλιστικές.
Παράδειγμα:
Η Ά., 32 ετών, μια επιτυχημένη επαγγελματίας, εμφανίζει εμμονές για μόλυνση. Ανησυχεί συνεχώς ότι τα αντικείμενα γύρω της είναι γεμάτα μικρόβια. Αυτό την οδηγεί να πλένει τα χέρια της δεκάδες φορές την ημέρα, γεγονός που επηρεάζει την εργασία της και την κοινωνική της ζωή.
Θεραπευτική διαχείριση
Στην περίπτωση της Ά., το CBT θα περιλάμβανε:
Εκπαίδευση: Η Α. μαθαίνει ότι οι σκέψεις για μόλυνση είναι υπερβολικές και δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Εκθεση και πρόληψη αντίδρασης: Έκθεση της Ά. σε αντικείμενα που θεωρεί «μολυσμένα» χωρίς το πλύσιμο των χεριών.
Γνωστική αναδόμηση: Αντικατάσταση της σκέψης «Αν δεν πλύνω τα χέρια μου, θα αρρωστήσω» με «Το σώμα μου μπορεί να διαχειριστεί μικρές ποσότητες βακτηρίων».
«Η ψυχική υγεία είναι εξίσου σημαντική με τη σωματική υγεία και η φροντίδα της είναι το “κλειδί” για μια ισορροπημένη ζωή» – Carl Jung.
Η έγκαιρη διάγνωση και η αποτελεσματική θεραπεία μπορούν να ανακουφίσουν το άτομο από τη δυσφορία των εμμονών, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής του. Η πρόληψη και η ψυχοεκπαίδευση είναι βασικές παράμετροι για τη διατήρηση της ψυχικής ευεξίας.
Ένα άλλο παράδειγμα ζηλοτυπίας που οδηγεί σε επικίνδυνες συμπεριφορές
Η Μ., 35 ετών, βρίσκεται σε μια μακροχρόνια σχέση, αλλά τα τελευταία χρόνια αναπτύσσει έντονα συναισθήματα ζηλοτυπίας απέναντι στον σύντροφό της, τον Γ. Παρ’ όλο που δεν υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις απιστίας, η Μ. είναι πεπεισμένη ότι ο Γ. κρύβει κάτι. Αυτές οι σκέψεις την οδηγούν να ελέγχει συνεχώς το κινητό του, τα emails του και τα social media του, ενώ παρακολουθεί τη συμπεριφορά του σε καθημερινή βάση.
Με την πάροδο του χρόνου, η ζηλοτυπία της γίνεται πιο έντονη και συνοδεύεται από ξεσπάσματα θυμού, κατηγορίες και παρεμβατικές συμπεριφορές, όπως η παρακολούθηση του χώρου εργασίας του. Σε μια στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης, η Μ. φτάνει στο σημείο να τον απειλήσει ότι θα τον εκθέσει δημόσια ή θα προκαλέσει ζημιά στα προσωπικά του αντικείμενα. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει κλίμα έντασης και φόβου, τόσο για τον Γ. όσο και για την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει:
- Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT): Εστίαση στις δυσλειτουργικές σκέψεις της Μ., όπως η πεποίθηση ότι κάθε ασήμαντη αλλαγή στη συμπεριφορά του Γ. είναι απόδειξη απιστίας. Μέσω γνωστικής αναδόμησης, η Μ. μπορεί να μάθει να αναγνωρίζει και να αμφισβητεί αυτές τις σκέψεις.
- Εκπαίδευση στη διαχείριση συναισθημάτων: Ανάπτυξη δεξιοτήτων για την αντιμετώπιση της ζήλιας, χωρίς να καταφεύγει σε παρεμβατικές ή επικίνδυνες συμπεριφορές.
- Ψυχοδυναμική προσέγγιση: Διερεύνηση των βαθύτερων αιτιών της ζηλοτυπίας, όπως τραυματικές εμπειρίες, φόβος εγκατάλειψης ή ανασφαλής δεσμός.
- Θεραπεία ζεύγους: Αν και ο Γ. συμφωνεί, μπορεί να συμμετάσχει, ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα εμπιστοσύνης και επικοινωνίας μέσα στη σχέση.
Στόχος: Να κατανοήσει η Μ. ότι οι αντιδράσεις της βασίζονται σε φαντασιώσεις και όχι σε πραγματικότητα, να μειώσει τη συναισθηματική ένταση και να ανακτήσει την αυτοεκτίμηση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Αυτό το παράδειγμα δείχνει πώς η ζηλοτυπία μπορεί να εξελιχθεί από ένα φυσιολογικό συναίσθημα σε παθολογική κατάσταση με δυνητικά επικίνδυνες συνέπειες, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
[penci_related_posts title=”ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:” number=”8″ style=”grid” align=”none” displayby=”cat” orderby=”random”]