Ο σπουδαίος ηθοποιός έφυγε από τη ζωή στις 25 Αυγούστου 2002 έχοντας χρόνια προβλήματα υγείας.
Οι σπουδές στην ιατρική, το πτυχίο από την Πάντειο και το θέατρο Τέχνης
Ο πατέρας του ήταν γιατρός και από την ηλικία των δεκαπέντε ετών, ο Γκιωνάκης πήγαινε στο ιατρείο του πατέρα του σκεπτόμενος να ακολουθήσει κι αυτός την ιατρική. Έτσι, αφού αποφοίτησε από το σχολείο, μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και φοίτησε για τέσσερα χρόνια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 κι ενώ ήταν ήδη φοιτητής ιατρικής, ο Γκιωνάκης διασκέδαζε μαζί με την παρέα του κάνοντας αστείες γκριμάτσες και μιμήσεις όπου τον είδε ο Αλέκος Σακελλάριος και τον ρώτησε αν είχε σκεφτεί ποτέ να εκμεταλλευτεί το κωμικό του ταλέντο. Ο άγνωστος τότε ηθοποιός του απάντησε αρνητικά. Όταν όμως λίγο καιρό μετά, το 1943, η σχολή του έκλεισε λόγω του πολέμου και του βομβαρδισμού του Πειραιά και πήγε στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» να παρακολουθήσει την παράσταση Αγριόπαπια του Χένρικ Ίψεν, ενθουσιάστηκε και πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την ιατρική και να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν και στο Ελληνικό Ωδείο.
Ως φοιτητής στο θέατρο Τέχνης, είχε για καθηγητές του τον Δημήτρη Ροντήρη αλλά και τον ίδιο τον Κάρολο Κουν. Αν και οι γονείς του δεν αντέδρασαν σε αυτή του την απόφαση, ο ίδιος υποσχέθηκε πως θα αποκτήσει και ένα πτυχίο πανεπιστημίου κι έτσι, στα τριάντα τρία του, αποφοίτησε από την Πάντειο Σχολή. Ο Γκιωνάκης ήταν άριστος στις μιμήσεις, ενώ εκτός από ηθοποιός ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και χορευτής, αφού έμαθε να παίζει πιάνο και να χορεύει κλακέτες μόνος του.
Για την προσφορά του σε θέατρο και κινηματογράφο, τιμήθηκε με το «Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά» και το 1999 βραβεύτηκε και με το έπαθλο Αιμίλιος Βεάκης από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου
Θέατρο και κινηματογράφος
Το 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι συμμετέχοντας στην παράσταση Ο τελευταίος ασπροκόρακας. Συμμετείχε ως βασικό στέλεχος σε αξιόλογους θιάσους και έπαιξε σε πλήθος θεατρικών έργων των μεγαλύτερων ξένων δραματουργών, από Μολιέρο μέχρι Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, πριν μεταπηδήσει στο ελληνικό ρεπερτόριο. Το 1959 ίδρυσε τον δικό του θίασο, ενώ θεωρείται ο κύριος θεατρικός εκπρόσωπος των έργων του Δημήτρη Ψαθά, αφού του άρεσε ιδιαίτερα η γραφή του και ανέβασε στο θέατρο σχεδόν όλα του τα έργα
Συμμετείχε σε πάρα πολλές ταινίες που έγιναν επιτυχίες. Για πάρα πολλούς, ο καλύτερος ρόλος της καριέρας του θεωρείται αυτός του «Μπρίλη» στην ταινία Τα κίτρινα γάντια. Η επιτυχία του ρόλου ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε στην επανακυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες με νέες αφίσες, όπου το όνομα του Γκιωνάκη εμφανιζόταν δεύτερο, μετά το όνομα του Νίκου Σταυρίδη. Οι δικές τουαγαπημένες ταινίες ήταν οι Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο, Δέκα μέρες στο Παρίσι, Τα κίτρινα γάντια και Η Αθήνα τη νύχτα
Η προσωπική ζωή και η κουμπαριά με τη Βέμπο
Ο Γκιωνάκης γνώρισε τη σύζυγό του, Ζέτα, ένα βράδυ που εκείνη είχε πάει στο θέατρο με τις φίλες της κι εκείνος την είδε από τη σκηνή. Την πλησίασε μετά την παράσταση και αφού έμαθε πού έμενε, πήγε την επόμενη μέρα και ζήτησε το χέρι της από τον πατέρα της. Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1957 με κουμπάρα τη Σοφία Βέμπο και μαζί απέκτησαν δύο κόρες, τη Ρενάτα και την Πωλίνα. Από τις κόρες του απέκτησε τρία εγγόνια, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι.
Προβλήματα με τη δικαιοσύνη
Στις 14 Οκτωβρίου 1984, ο Γκιωνάκης πυροβόλησε τρεις φορές την τότε ερωμένη του Αφροδίτη Κοζανιτά στο σπίτι της στο Καστρί, έπειτα από καβγά που είχαν. Ο ηθοποιός συνελήφθη και προφυλακίστηκε με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας και της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε, η Κοζανιτά κατέθεσε πως ο Γκιωνάκης δεν είχε πρόθεση να την σκοτώσει, κάτι το οποίο λειτούργησε καταλυτικά στην τελική απόφαση του δικαστηρίου αφού ο εισαγγελέας μετέτρεψε το κατηγορητήριο από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη, αναγνωρίζοντας επίσης ελαφρυντικά στον δράστη. Το δικαστήριο επέβαλε στον ηθοποιό ποινή φυλάκισης 15 μηνών, η οποία ωστόσο ήταν εξαγοράσιμη
Τα προβλήματα υγείας και το τέλος
Ο Γκιωνάκης έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος του προκάλεσε αρκετά προβλήματα υγείας. Το 1998 υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο και πέρασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του κατάκοιτος, τόσο εξαιτίας των εγκεφαλικών επεισοδίων όσο και του ακρωτηριασμού που υπέστη στο ένα του πόδι. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του, η υγεία του παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση και απεβίωσε στις 25 Αυγούστου 2002 στο νοσοκομείο «Λευκός Σταυρός» από μόλυνση του αναπνευστικού. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών παρουσία πολλών συναδέλφων του και απλού κόσμου