Η φτώχεια αλλά και το πάθος ανέβασαν στο πάλκο τη Δούκισσα στα 13 της, με μάνατζερ τη… γιαγιά της.
Εκτοτε πέρασαν χρόνια με άφθονες ταινίες και αμέτρητα λαϊκά σουξέ, που δεν της «επέτρεψαν» να το εγκαταλείψει ποτέ. Η πορεία αυτή δεν αλλοίωσε ούτε τη συνείδηση ούτε τον χαρακτήρα της.
Πάντα τραγουδούσε με το ίδιο πάθος, με την ίδια έκφραση. Έτσι όπως ακριβώς άρχισε και την πορεία της στο λαϊκό τραγούδι, όταν τελείωνε το 5ο Δημοτικό του Πειραιά, στην οδό Ουίλσωνος στο Πασαλιμάνι. Η πορεία, το «φιλμ» της Δούκισσας Φωταρά (αυτό είναι το πραγματικό της ονοματεπώνυμο) στη ζωή και στο τραγούδι ήταν μεγάλου μήκους και οι σκηνές του συγκλονιστικές. Κάπου κάπου, μάλιστα, έμοιαζαν με… θρίλερ. Από το φτωχόσπιτο με την αυλή της οδού Κάνιγγος 5, στο Πασαλιμάνι, ξεκίνησε η «περιπλάνησή» της.
Τα πρώτα βήματα
Πρώτα σε συνοικιακά ταβερνάκια- κουτούκια όπου τραγουδούσε. Από του «Κάρλου» στον Κολωνό, σιγά σιγά, με τη στήριξη και του (μετέπειτα) πατριού της, του μπουζουξή Γιάννη Λαουτάρη, πέρασε στα μεγάλα μαγαζιά της Κοκκινιάς: τον «Περιβόλα» και τον «Κεφάλα». Στη συνέχεια κάθισε στο πάλκο των πιο διάσημων κέντρων της εποχής: «Φαληρικόν», «Τριάνα», «Λουζιτάνια», «Παγκόσμιον», «Δειλινά», «Πλακιώτικο Σαλόνι». Το ντεμπού- το της Δούκισσας στη δισκογραφία ήταν εντυπωσιακό. Oι πόρτες στο στούντιο «Columbia», στη Ριζούπολη, άνοιξαν γι’ αυτήν λίγο πριν κλείσει τα 14 της χρόνια. Ο μαέστρος και λαϊκός συνθέτης Στέλιος Χρυσίνης της εμπιστεύθηκε το τραγούδι του «Με την κοπέλα που αγαπώ», το οποίο κυκλοφόρησε το 1956 σε δίσκο 78 στροφών και αργότερα σε 45άρι, που στην άλλη πλευρά του είχε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο του Στέλιου Καζαντζίδη, το «Δεσμοφύλακες ανοίξτε». Αυτό το γεγονός της άνοιξε τον δρόμο. Της έδωσε αίγλη και της χάρισε κυκλοφοριακή επιτυχία. Λίγο καιρό αργότερα, της έγινε μια απίστευτη πρόταση. Ο Μανώλης Χιώτης την κάλεσε να ερμηνεύσει δύο συνθέσεις του. Χάλασε ο κόσμος! Η νεαρή τραγουδίστρια έγινε περιζήτητη: λαϊκά κέντρα, δισκογραφία, κινηματογράφος, θέατρο. Συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Γιάννη Καραπατάκη και άλλους γνωστούς δημιουργούς. Με όπλο τη φωνή της καθιερώθηκε στο λαϊκό τραγούδι, σε μια εποχή που στο στερέωμα μεσουρανούσαν ονόματα όπως η Κοίτη Γκρέυ, η Αννα Χρυσάφη, η Γιώτα Λύδια κ.ά. Στα 55 χρόνια της στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, η Δούκισσα ερμήνευσε περισσότερα από 700 τραγούδια (από Γιώργο Μητσάκη, Γιώργο Ζαμπέτα και Ακη Πάνου, μέχρι Γιάννη Μαρκόπουλο, Γιώργο Κατσαρό και Τόλη Βοσκόπουλο).
Πάντοτε ο αντίλαλος από τη φωνή του εκφωνητή τη συγκινούσε. Όπως τη συγκινούσαν και χίλια δυο άλλα πράγματα που έκαναν κύκλους στη σκέψη της: Η ζωή της, η πορεία της στο τραγούδι, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Τα θυμάται και τα αφηγείται με παραστατικότητα, όπως ακριβώς τα έζησε: «Γεννήθηκα στο Πασαλιμάνι, στην οδό Κάνιγγος 5. Μεγάλωσα σε μια αυλή με φτωχόσπιτα, όπου ζούσαν τότε εννέα πολύτεκνες οικογένειες. Κάθε φορά που γιόρταζε κάποιος, στην αυλή γινόταν πανηγύρι. Και τέτοια πανηγύρια είχαμε πολλά. Οι συνθήκες επιβίωσης ήταν σκληρές, άσχημες, αλλά μέσα από αυτή τη φτώχεια διέκρινες και ευτυχισμένες στιγμές. Οι άνθρωποι ήταν αγαπημένοι. Ο πατέρας μου ήταν οδοντογιατρός, καταγόταν από τη Σύμη, χώρισε όμως με τη μητέρα μου. Μαζί μας έμενε και η γιαγιά μου, η Δήμητρα, που με φρόντιζε από πολύ μικρή. Με πήγαινε και με έφερνε καθημερινά στο σχολείο, παρ’ όλο που ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Τα γράμματα ήταν η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, αλλά δεν μπόρεσα να συνεχίσω όταν τελείωσα το Δημοτικό. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν άσχημη. Η γιαγιά μου προσπαθούσε να μας ταΐσει όλους. Δεν είχα σκεφθεί να γίνω τραγουδίστρια. Κανείς μας στο σπίτι δεν είχε σχέση με το τραγούδι. Εμένα, εκτός από τα γράμματα, μου άρεσε πολύ και ο χορός. Χόρευα μόνη μου, στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά». Το ξεκίνημα της Δούκισσας στο τραγούδι έγινε στη γειτονιά της, στο Πασαλιμάνι, σε έναν διαγωνισμό χορού που είχε διοργανωθεί από το καφενείο «Κοσμικόν» του Γ. Αλιφέρη, το οποίο τα καλοκαίρια λειτουργούσε ως αναψυκτήριο. Είδε κι έπαθε η μικρή μαθήτρια για . να πείσει τη μητέρα της και τη γιαγιά της να τη συνοδεύσουν έως το καφενείο, όπου είχε στηθεί μια πρόχειρη πασαρέλα από τελάρα και σανίδες για να χορέψουν τα κοριτσάκια. Η Δούκισσα πήρε το πρώτο βραβείο μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων. Το πλήθος του κόσμου που συγκεντρώθηκε είχε αναγκάσει να σταματήσουν ακόμη και τα μικρά τρόλεϊ με τον αριθμό 20, που έκαναν το δρομολόγιο Καστέλα – Ηλεκτρικός Σταθμός, ενώ οι επιβάτες από τα παράθυρα παρακολουθούσαν την εκδήλωση. «Μετά το πρώτο βραβείο που πήρα», θυμάται η Δούκισσα, «ο ιδιοκτήτης του αναψυκτηρίου, ο Γ. Αλιφέρης, ζήτησε άδεια από τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να με κρατήσει για όλη την καλοκαιρινή σεζόν. Έτσι χόρευα και εισέπραττα χειροκροτήματα, καθώς και 50 δραχμές τη βραδιά μεροκάματο. Ούτε που το πίστευα! Στα δώδεκα χρόνια μου να πληρώνομαι τόσο καλά!». Μετά την πρώτη χαρά και το πρώτο μεροκάματο, μπήκε ο χειμώνας και άρχισαν πάλι οι στενοχώριες. Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν άσχημα. Τότε η Δούκισσα πήρε τη γενναία απόφαση να ασχοληθεί με το τραγούδι.
Ο μαγικός συνδυασμός
«Έπρεπε να βρω κάτι να κάνω. Ο χορός δεν είχε ψωμί. Σιγά σιγά άρχισα να συνδυάσω τον χορό με το τραγούδι. Ο χειμώνας ήταν βαρύς από κάθε άποψη και τον έβγαλα σε κάποια ταβερνάκια-κουτούκια της Αθήνας, όπου με συνόδευε η γιαγιά μου, γιατί ήμουν μόλις 13 ετών. Πήγαινα και τραγουδούσα στου “Παναγάκη” και στου “Συμπέθεροι/’ στην οδό Αλκαμένους, στην Πλατεία Αττικής. Έτσι πέρασε ο χειμώνας. Τον επόμενο χειμώνα πήγα σε μια ταβέρνα πιο μεγάλη, στον “Κάρλο”, στον Κολωνό. Εκεί βέβαια δεν ζητούσαν παιδιά, αλλά μια κοπέλα που να τραγουδάει. Ευτυχώς μεγαλόδειχνα και με πήραν. Ξεκίνησα πρόβες με την ορχήστρα, έμαθα πολλά τραγούδια και άρχισα δειλά δειλά να τραγουδάω και να χορεύω. Στην ταβέρνα αυτή την ορχήστρα είχε τότε ο Γιάννης Λαουτάρης, λαϊκός συνθέτης και πολύ καλό μπουζούκι, ο οποίος στη συνέχεια παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Εμεινα με τον Λαουτάρη περίπου 3 χρόνια και κατάλαβα ότι έχω ταλέντο στο τραγούδι. Είχα μπει ήδη και στην “Columbia” και έβλεπα το μέλλον μου να διαγράφεται καλό»..
Με τον Γ. Λαουτάρη (που ήταν πλέον και τυπικά πατριός της) η Δούκισσα συνέχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκές ταβέρνες και κέντρα, ενώ στις αρχές του 1956 έκαναν και ένα 20λεπτο, κάθε Παρασκευή, στον Ραδιοσταθμό Ενόπλων Δυνάμεων. Μαζί τους ήταν και ο κιθαρίστας και συνθέτης Γιάννης Παπαδόπουλος. Έβγαιναν ως τρίο: Παπαδόπουλος – Λαουτάρης – Δούκισσα.
Το πρώτο της τραγούδι της το έδωσε ο Στ. Χρυσίνης. Θυμήθηκε το ξεκίνημά της μπροστά στο μικρόφωνο: «Τρακ είχα στο πρώτο μου τραγούδι, τρακ είχα και σε όλη μου την καριέρα. Ακόμη και σήμερα έχω τρακ. Κάθε φορά κάνω τον σταυρό μου πριν βγω στην πίστα. Αυτή η δουλειά δεν σου δίνει ποτέ σιγουριά, όσες επιτυχίες κι αν έχεις κάνει. Κάθε φορά, για κάθε καινούργια δουλειά, δίνεις εξετάσεις. Τέλος πάντων. Εκείνη την εποχή όλες οι φωνοληψίες μέσα στο στούντιο γίνονταν ζωντανά. Ένα μικρό λαθάκι αν γινόταν, όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Η ηχογράφηση ενός τραγουδιού μπορούσε να κρατήσει μέχρι και μία εβδομάδα. Αρχίζαμε στις 7 το πρωί. Θυμάμαι που λέγαμε: “Πάμε στο εργοστάσιο για φωνοληψία”. Φυσικά δεν χρειάζεται να περιγράψω πόση χαρά ένιωσα εγώ και η οικογένειά μου όταν, βγήκε σε δίσκο το πρώτο μου τραγούδι, το “Με την κοπέλα που αγαπώ”. Η φωνή μου φαίνεται ότι άρεσε πάρα πολύ στους συνθέτες και άρχισαν βροχή οι προτάσεις για νέες ηχογραφήσεις. Τότε βγάζαμε τραγούδια κάθε μήνα. Τα χρήματα που μας έδινε η εταιρεία από τους δίσκους που κυκλοφορούσαν ήταν συμβολικά. Στους δέκα δίσκους έπαιρνες ένα εφάπαξ ποσό, 300 δραχμές, ας πούμε. Τότε, το 1957, ποσοστά δεν υπήρχαν για τους τραγουδιστές. Αντε να τους έδιναν και κάποια αντίτυπα δίσκων δωρεάν. Λίγο αργότερα ο Στέλιος Καζαντζίδης με μια κίνησή του ανέτρεψε αυτό το καθεστώς. Ο Στέλιος ήταν ο πρωτοπόρος σε όλα του και αν παίρνουμε ποσοστά σήμερα πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες. Οταν ο Καζαντζίδης το 1958 ζήτησε -δικαστικώς- ποσοστά από τις εταιρείες, ήταν σαν να έπεσε κεραυνός στα κεφάλια τους. Ετσι μας άνοιξε κι εμάς τα μάτια να αρχίσουμε να παίρνουμε πλέον νόμιμα τα ποσοστά μας».
Το διαβατήριο
Παράλληλα με τα πρώτα τραγούδια της που ηχογραφήθηκαν σε δίσκους 45 στροφών, η Δούκισσα εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και στις γνωστές λαϊκές ταβέρνες της Κοκκινιάς: τον «Κεφάλα» και τον «Περιβόλα». Όποιος πέρασε από εκεί καθιερώθηκε. Ηταν σαν να έπαιρνε διαβατήριο για μια μεγάλη πορεία στο λαϊκό τραγούδι.
- Καθημερινή