«Με πέταξαν έγκυο στο δρόμο αλλά έφτιαξα μια οικογένεια γεμάτη αγάπη»
Είμαι η Μαρία, είμαι 27 χρονών και μέχρι πρίν λίγα χρόνια έμενα στη Κρήτη. Ένα καλοκαίρι πρίν 5 χρόνια, ήρθε μια φίλη μου από την Αθήνα για διακοπές και είπα να τη φιλοξενήσω.
–
Η φίλη μου έφερε μαζί και τον αδερφό της που μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος και έτσι τα παιδιά, έμειναν σπίτι μου ένα μήνα περίπου.
Περάσαμε ένα υπέροχο καλοκαίρι και φυσικά μια βδομάδα μετά, έκανα σχέση με τον αδερφό της φίλης μου. Ελεύθερη εγώ, ελεύθερος εκείνος, τίποτα παράξενο.
Πέρασε ένας μήνας και έπρεπε να γυρίσουν στην Αθήνα. Υποσχεθήκαμε πως θα συνεχίσουμε τη σχέση μας κανονικά και πως πότε θα ανεβαίνω εγώ και πότε θα κατεβαίνει εκείνος στο νησί. Ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του παρ’ όλα αυτά, κάτι δεν μου άρεσε επάνω του, τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι.
Ο τρόπος που κοιτούσε τους ανθρώπους, ο τρόπος που φερόταν; Ήταν κάπως «ψυχρός», απόμακρος, αλλά πολύ θερμός μαζί μου και δεν έδωσα πολύ σημασία. Μετά από 15 μέρες αφού έφυγε,ανακάλυψα ότι ήμουν έγκυος.
–
Πανικοβλήθηκα. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τον πάρω τηλέφωνο. Του είπα «Πρέπει να μιλήσουμε, δεν είμαι καλά, είμαι έγκυος». Η απάντησή του, με ξάφνιασε «Είναι δικό μου;». Γιατί να πίστευε ότι ήταν κάποιου άλλου δεν καταλαβαίνω. Πότε του έδωσα εγώ τέτοιο δικαίωμα;
Προσπέρασα την απάντησή του και του είπα πως φοβόμουν, πως δεν ήξερα πώς να το πω στους δικούς μου, πως ήταν παλαιών αρχών, πως θα με έδιωχναν. Τους ήξερα καλά. «Έλα ρε Μαρία τη καταστροφή φέρνεις. Να σου πω τώρα, κλείνω γιατί βγήκε δουλειά, θα σε πάρω μετά».
Ήταν η τελευταία φορά που τον άκουσα. Με το «μετά» εννοούσε «ποτέ». Σήμερα που είμαι μητέρα, καταλαβαίνω πόσο εξευτελιστική είναι μια τέτοια απάντηση από έναν άνθρωπο που του ανακοίνωσαν πως θα γίνει γονιός.
Δύο μέρες, μέρα και νύχτα, τον έπαιρνα τηλέφωνο. Στη δουλειά, στο σταθερό, στο κινητό. Στη δουλειά άκουγε τη φωνή μου και έκλεινε. Το κινητό δεν το απαντούσε και στο σταθερό έβγαινε η μητέρα του και έλεγε πως δεν ήταν εκεί. Η φίλη μου κι αυτή εξαφανισμένη, δεν απαντούσε.
Δεν μπορώ να περιγράψω τη προδοσία που ένιωσα, το κλάμα που έριξα. Δεν ήξερα τι να κάνω, αυτό που ήξερα ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω έκτρωση, δεν ήθελα, δεν μου πήγαινε.
Θα το κρατούσα κι ας γινόταν ό,τι ήταν να γίνει. Πήγα στη μητέρα μου και της το είπα. Κι εκείνη το είπε στο πατέρα μου. Την επόμενη ώρα ήμουν στο δρόμο. Έτσι απλά. «Πουτ@νες εγώ δεν θέλω σπίτι μου» μου είπε ο «αγαπημένος μου μπαμπάς» και με έδιωξε. Είχα 50 ευρώ στη τσέπη μου. Έβγαλα εισιτήριο και μπήκα σε ένα καράβι για τον Πειραιά.
Με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα έφτασα στο Πειραιά και ξεκίνησα για το σπίτι του. Όταν έφτασα δεν χτύπησα τη πόρτα γιατί σκέφτηκα πως αν με έβλεπε δεν θα μου άνοιγε. Τον περίμενα να εμφανιστεί και το απόγευμα ήρθε από τη δουλειά του και πήγε να ανοίξει να μπεί μέσα.
Ξαφνιάστηκε που με είδε, άσπρισε ολόκληρος. Του είπα πως πρέπει να μιλήσουμε, πως ήμουν σε απόγνωση, πως οι γονείς μου με έδιωξαν και ήμουν στο δρόμο. «Κατάλαβέ το ρε Μαρία, τελειώσαμε και άσε τα ψέμματα και τις εγκυμοσύνες, πες τα αλλού αυτά» μου είπε και μου έκλεισε τη πόρτα στα μούτρα.
Πήρα την αδερφή του από απόκρυψη για να μην δεί το νούμερό μου και μου το κλείσει αλλά όταν άκουσε τη φωνή μου, μου το έκλεισε.
Δεν είχα που να πάω και τι να κάνω, δεν είχα λεφτά δεν είχα τίποτα δεν είχα κανένα γνωστό ή συγγενή. Πήγα στην Αστυνομία και από εκεί με έστειλαν σε ένα ξενώνα. Έμεινα στον ξενώνα 9 μήνες, με εξέταζαν γιατροί, με παρακολουθούσαν κοινωνικοί λειτουργοί και γνώρισα και άλλες κοπέλες σαν εμένα.
Ξαφνικά, από το δωμάτιό μου, τη δουλειά μου, το σπίτι και τους φίλους μου, βρέθηκα σε άχρωμα δωμάτια, σε μια ξένη πόλη με ξένους ανθρώπους αλλά τελικά, τόσο δικούς μου.
Τη Πρωτοχρονιά κάναμε ένα μικρό πάρτυ, έγκυες όλες, βγάζαμε φωτογραφίες, γελούσαμε χορεύαμε και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας με τις πορτοκαλάδες.
Δέθηκα με αυτά τα κορίτσια, γίναμε φίλες, το παλέψαμε μαζί. Οι γονείς μου δεν με πήραν ποτέ, ποτέ. Ούτε αυτός εμφανίστηκε ποτέ. Γέννησα ένα υγιέστατο κοριτσάκι που έγινε όλη μου η ζωή, ο μόνος συγγενής μου, ο μόνος άνθρωπος που με αγαπάει αληθινά.
Τα χρόνια πέρασαν, σήμερα η κόρη μου είναι 4 ετών. Εδώ και ένα χρόνο είμαι με έναν άνθρωπο που αγαπάει εμένα και το παιδί μου, σαν να είναι δικό του και μένουμε όλοι μαζί.
Πέρασα δύσκολα, με πέταξαν έγκυο στο δρόμο, έμεινα σε άγνωστα δωμάτια με αγνώστους, δεν χάρηκα την εγκυμοσύνη μου, με πούλησαν με το χειρότερο τρόπο αλλά κατάφερα να φτιάξω μια οικογένεια αληθινή και γεμάτη αγάπη.
Θέλω σας παρακαλώ, να ευχαριστήσω από τη σελίδα σας, το σύλλογο «Αγκαλιά» που φρόντισε εμένα και το παιδί μου και όλα τα κορίτσια που μου στάθηκαν και κρατάμε επαφή έως και σήμερα. Και όταν καμιά φορά ο κόσμος με ρωτάει «Που είναι οι παππούδες της; Ο μπαμπάς της;» τους απαντώ «Έχουν πεθάνει»…
Μαρία
Το άρθρο αυτό αναρτήθηκε στο φόρουμ του -
–