Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή της και ποιες ομάδες του πληθυσμού χρειάζονται προληπτικό έλεγχο.
Μία στις τρεις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και ένας στους πέντε άνδρες ηλικίας άνω των 50 ετών, πάσχουν από οστεοπόρωση, μία νόσο που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και διαταραχές στην αρχιτεκτονική της δομής των οστών που αυξάνουν τον κίνδυνο για κάταγμα.
Τα κατάγματα συχνά έχουν σημαντική επίπτωση στην ποιότητα ζωής και μειώνουν το προσδόκιμο επιβιώσεως των οστεοπορωτικών ασθενών.
Δυστυχώς, η οστεοπόρωση είναι μία «ύπουλη» νόσος, διότι δεν προκαλεί συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Μπορεί να περάσουν χρόνια με συνεχή αλλοίωση της οστικής μάζας έως ότου εμφανιστεί το πρώτο σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα», αναφέρει με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Οστεοπόρωσης (20 Οκτωβρίου) η ρευματολόγος Ελένη Κομνηνού, διευθύντρια της Κλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών Παθήσεων του Μetropolitan General.
Στην πραγματικότητα, μόνο το ένα στα τρία περιστατικά (το 33%) αναγνωρίζονται εγκαίρως κλινικά. Οι ασθενείς, όμως, που έχουν υποστεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα διατρέχουν κίνδυνο αυξημένο κατά 86% να εκδηλώσουν και ένα επόμενο.
Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα οστεοπορωτικά κατάγματα εκδηλώνονται:
- Στην σπονδυλική στήλη
- Στην πηχεοκαρπική άρθρωση (καρπός)
- Στο ισχίο
Ωστόσο μπορεί να εκδηλωθούν και σε άλλα οστά. Το κάταγμα μπορεί να εκδηλωθεί ως έντονος και αιφνίδιος πόνος (π.χ. στην πλάτη ή την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, δηλαδή τη μέση), χωρίς να έχει προηγηθεί τραυματισμός.
Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής
Η οστεοπόρωση διακρίνεται στην πρωτοπαθή (σχετίζεται με την εμμηνόπαυση ή την πάροδο της ηλικίας) και στην δευτεροπαθή.
Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η πρωτοπαθής και δη η μετεμμηνοπαυσική. Αναπτύσσεται σε γυναίκες την περίοδο της εμμηνόπαυσης και είναι αλληλένδετη με τη μείωση των οιστρογόνων. Η οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται μετά την ηλικία των 70 ετών και μπορεί να επηρεάσει και τα δύο φύλα.
Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση είναι απόρροια:
- Ορισμένων παθήσεων (π.χ. αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος)
- Φαρμακευτικής αγωγής (π.χ. κορτιζόνη, αντιεπιληπτικά χάπια κ.ά.)
Παράγοντες κινδύνου και διάγνωση
Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη οστεοπόρωσης διαχωρίζονται σε παράγοντες που μπορούν να τροποποιηθούν με τις καθημερινές συνήθειες και σε μη τροποποιήσιμους. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται:
- Γενετικοί παράγοντες και κληρονομικότητα
- Το ιστορικό κατάγματος
- Το γυναικείο φύλο
- Οι ηλικίες άνω των 50 ετών
- Η εμμηνόπαυση
- Διάφορες παθήσεις
- Η συνεχής λήψη κορτιζόνης
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι απλή και γίνεται με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η οστική πυκνότητα (bone mineral density – BMD, g/cm2) αποτελεί την καθιερωμένη μέθοδο διάγνωσης και παρακολούθησης των οστεοπορωτικών ασθενών, τονίζει η κυρία Κομνηνού.
Πότε πρέπει να γίνεται μέτρηση της οστικής πυκνότητας
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας συνιστάται:
- Σε όλες τις γυναίκες ηλικίας άνω των 65, είτε έχουν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση είτε όχι
- Σε γυναίκες και άνδρες που λαμβάνουν κορτιζόνη για μεγάλο χρονικό διάστημα
- Σε ασθενείς με παραμόρφωση σπονδύλων
- Σε ασθενείς που έχουν υποστεί κάταγμα
- Σε όσους βρίσκονται ήδη σε θεραπεία για οστεοπόρωση, προκειμένου να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα.
Η αντιμετώπιση
Με τις σύγχρονες θεραπευτικές δυνατότητες για την οστεοπόρωση μπορεί να επιτευχθεί αναστολή της επιπλέον οστικής απώλειας, αύξηση της οστικής μάζας και μείωση της πιθανότητας κατάγματος. Μεταξύ των φαρμάκων που χορηγούνται συμπεριλαμβάνονται το ασβέστιο και η βιταμίνη D.
«Το θεραπευτικό πλάνο καθορίζεται από τον ιατρό, για κάθε ασθενή ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του», επισημαίνει η κυρία Κομνηνού.
«Πρέπει να δοθεί προσοχή στην απώλεια οστικής μάζας στις ρευματικές νόσους. Επιπλέον, ένας υγιεινός τρόπος ζωής είναι σημαντικός καθώς και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D. Τα διφωσφονικά ή το denosumab ενδέχεται να είναι απαραίτητα για ασθενείς με χαμηλή BMD», καταλήγει.
Φωτογραφία: iStock
[penci_related_posts title=”ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:” number=”8″ style=”grid” align=”none” displayby=”cat” orderby=”random”]