«Όσο μ’ αγάπησες εσύ μαμά, ποιος θα με αγαπήσει;»: Η περιπέτεια της μητέρας μου με τον καρκίνο
Ήταν Πέμπτη βράδυ και ήμουν, που αλλού, στη δουλειά, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Έλα Ράνια… Η μαμά σου έκανε αιμόπτυση αλλά δεν θέλει να στο πούμε… Σε παίρνω κρυφά…». Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά μας με τον καρκίνο.
–
Γιατί μπορεί αρχικά να αντιμετωπίσαμε μια πνευμονία, ωστόσο, σε μια ακτινογραφία θώρακος τον… «τσιμπήσαμε». Πανικός μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων! Η μαμά μου να με κοιτάει στα μάτια έντρομη, σοκαρισμένη. Της έσφιξα το χέρι και της έκανα νόημα «μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα θα το αντιμετωπίσουμε» και αμέσως ανακουφίστηκε.
Βρήκα μετά από έναν αγώνα δρόμου , έναν από τους καλύτερους χειρουργούς -μαστολόγους στο «Αλεξάνδρα». Τα κανόνισα όλα. Λίγο πριν περάσει την πόρτα του χειρουργείου έβαλε τα κλάματα, βγήκε όμως παλικάρι, χωρίς τον όγκο, αλλά με 39 λιγότερους λεμφαδένες που αφαιρέθηκαν στην πορεία ως…πειραγμένοι. Όλα καλά, μέχρι τη στιγμή που μετά το χειρουργείο, ο Δημητρακάκης μας είπε με τα μάτια χαμηλωμένα. «Δυστυχώς, είναι επιθετικός, μεταστατικός…».
Συνεχίσαμε με χημειοθεραπείες, ήπιες. Ώσπου μια μέρα, μετά από μια πολύ εξειδικευμένη εξέταση, μου ανακοίνωσε ένας άλλος γιατρός του νοσοκομείου ότι έχει επιθετικό καρκίνο στον πνεύμονα και πως έχει το πολύ έξι μήνες ζωής! Δεν θυμάμαι πως μετακινούμουν και τι έκανα τη μέρα αυτή. Δεν το πίστευα με τίποτα! Αποφασίζω να πάρω κι άλλη γνώμη. Και τότε, μέσω ενός συναδέλφου κατέληξα στην Μαρία Βασιλάκη, την ογκολόγο που μαζί με την υπέροχη ομάδα της, μας άλλαξαν έστω και για λίγο τη ζωή. Η Βασιλάκη δεν είδε ποτέ καρκίνο στον πνεύμονα, αλλά στη σπονδυλική στήλη, κάτι που οι προηγούμενοι δεν είχαν δει. Κι από κει και μετά άρχισαν οι επιθέσεις. Η μια μετά την άλλη…
Η μαμά μου είναι αυτή με το άσπρο κουστούμι. Πριν τον καρκίνο… Το πως ήταν πριν «φύγει», μάλλον δεν θα το αντέχατε…
–
Πρώτα απ΄όλους η ίδια η μάνα μου και μετά οι γιατροί, εγώ και η οικογένειά της, ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε τι εστί καρκίνος. Επινεφρίδιο, συκώτι, κεφάλι, βυθός ματιών και τελευταία νεφρά και πάγκρεας… Πέτυχε σαρωτική νίκη. Την θέρισε, αλλά του πήρε 3,5 χρόνια, ενώ στο τέλος οι γιατροί είπαν πως κανονικά, αυτοί οι ασθενείς δεν αντέχουν πάνω από έξι μήνες. Άντεξε και δεν πόνεσε. Μόνο κουράστηκε αλλά έφυγε με χαμόγελο, σθένος και αξιοπρέπεια, περιτριγυρισμένη από τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα.
Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά, ακόμη δεν με παρηγορεί τίποτα. Γιατί θυμάμαι κάθε μέρα, λεπτό προς λεπτό τον αγώνα της μάνας μου και τα δάκρυά μου τρέχουν αγόγγυστα…
Την ίδια, όμως, ώρα, όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό, αισθάνομαι πως – όσο κι αν υποφέρω – μάλλον «λυτρώθηκα». Δεν περιμένω πια με τα πόδια μου να τρέμουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Δεν χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο κάθε φορά που ενώ χτυπούσαμε τον έναν, ξεπεταγόταν άλλος. Δεν βλέπω πια τη μάνα μου, μια γυναικάρα δυο μέτρα και τόσο νέα, να λιώνει κάθε μέρα. Να μετατρέπεται σε ένα φαλακρό κουφάρι, αδύναμο, κιτρινισμένο, ζαρωμένο σ΄ ένα κρεβάτι, αλλά παρόλα αυτά να λέει «δεν έχω τίποτα. Είμαι μια χαρά!». Έκανα τα πάντα, αλλά δεν ήταν αρκετά. Είναι αήττητος όταν κάνει επίθεση ο καρι@λης ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε…
Έπεσε σε σκληρό καρύδι, αλλά τι να το κάνεις; Νίκησε… Και νίκησε γιατί η μαμά μου, όπως χιλιάδες άλλες γυναίκες, νόμιζε πως εκείνη δεν θα πάθει τίποτα. Δεν έκανε τις εξετάσεις που έπρεπε, δεν ψαχνόταν, νόμιζε πως όλα αυτά που έβλεπε κι άκουγε αφορούσαν τους άλλους, όχι εκείνη… Στεναχωριόταν, αγχωνόταν για μας και παραμελούσε τον εαυτό της. Λίγο πριν το χειρουργείου του μαστού, μου είπε το πιο μεγάλο «Σ΄ΑΓΑΠΩ» και της το ανταπέδωσα με αγκαλιές και φιλιά, πολλά φιλιά…
ΜΑΜΑ… Ενάμισης χρόνος αλλά ξέρω… Και προσέχω όπως μου είπες, ενώ εσύ δεν πρόσεξες. Ντρέπομαι γιατί όσο ζούσες σε κοντράριζα, ενώ ήξερα ότι είχες δίκιο. Όσο μ΄αγάπησες εσύ μαμά, ποιος θα με αγαπήσει; Τώρα κάνω αυτά που με συμβούλευες, αλλά δεν είσαι πια εδώ για να τα δεις…
-: -
–